opona

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opona (pl) θηλυκό

  1. το λάστιχο (ρόδας οχήματος)
  2. (ανατομία) το μηνίγγι, η μήνιγγα