ondoiement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ondoiement ondoiements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ondoiement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη onde