noto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | noto | notoj |
αιτιατική | noton | notojn |
noto (eo)
- η σημείωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | noto | notoj |
αιτιατική | noton | notojn |
noto (eo)