nivôse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nivôse < λατινική nivosus (χιονώδης)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

nivôse (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • nivôse στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια