nickname

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nickname nicknames

nickname (en)

  • το παρατσούκλι, το παρανόμι
    ⮡  The politician Evert had the nickname the bulldozer.
    Ο πολιτικός Έβερτ είχε το παρατσούκλι ο μπουλντόζας.
    ⮡  In the villages, it’s common to be given nicknames.
    Στα χωριά συνηθίζεται να δίνονται παρανόμια.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • slur (μειωτικό-κακόβουλο)
ενεστώτας nickname
γ΄ ενικό ενεστώτα nicknames
αόριστος nicknamed
παθητική μετοχή nicknamed
ενεργητική μετοχή nicknaming

nickname (en)

  • επονομάζω, βγάζω, δίνω παρατσούκλι σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  King Richard I, who was nicknamed the Lionheart - ο βασιλιάς Ριχάρδου ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος
    ⮡  The class nicknamed her Mrs. Doremi.
    Η τάξη την έβγαλε κυρία Ντορεμί.