nickname
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nickname | nicknames |
nickname (en)
- το παρατσούκλι, το παρανόμι
- ⮡ The politician Evert had the nickname the bulldozer.
- Ο πολιτικός Έβερτ είχε το παρατσούκλι ο μπουλντόζας.
- ⮡ In the villages, it’s common to be given nicknames.
- Στα χωριά συνηθίζεται να δίνονται παρανόμια.
- ⮡ The politician Evert had the nickname the bulldozer.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- slur (μειωτικό-κακόβουλο)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | nickname |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nicknames |
αόριστος | nicknamed |
παθητική μετοχή | nicknamed |
ενεργητική μετοχή | nicknaming |
nickname (en)
- επονομάζω, βγάζω, δίνω παρατσούκλι σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ King Richard I, who was nicknamed the Lionheart - ο βασιλιάς Ριχάρδου ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος
- ⮡ The class nicknamed her Mrs. Doremi.
- Η τάξη την έβγαλε κυρία Ντορεμί.
Πηγές
[επεξεργασία]- nickname (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- nickname (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 332. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:nickname"> , λήμμα: βγάζω, επονομάζω