necto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnek.toː/

necto (la)

  1. πλέκω
  2. συνδέω, συνάπτω
  3. δένω