naze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
naze | nazes |
naze (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
naze | nazes |
naze (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν έχει καθόλου αξία, που δεν λειτουργεί
- χωρίς ενδιαφέρον
- κουρασμένος
- ανίκανος