navy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
navy navies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

navy (en)

  • το ναυτικό
    ⮡  a navy officer/an officer in the navy - αξιωματικός του ναυτικού

Παράγωγα

[επεξεργασία]