navy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
navy | navies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]navy (en)
- το ναυτικό
- ⮡ a navy officer/an officer in the navy - αξιωματικός του ναυτικού
ενικός | πληθυντικός |
navy | navies |
navy (en)