narrow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός narrow
συγκριτικός narrower
υπερθετικός narrowest

narrow (en)

  1. στενός, με μικρό πλάτος
    ⮡  The narrow bed is not comfortable at all.
    Το στενό κρεβάτι δεν είναι καθόλου άνετος.
  2. στενός, που είναι περιορισμένος με τρόπο που αγνοεί σημαντικά θέματα ή τις απόψεις άλλων ανθρώπων
    ⮡  a man with a narrow mind - άνθρωπος με στενό μυαλό
ενεστώτας narrow
γ΄ ενικό ενεστώτα narrows
αόριστος narrowed
παθητική μετοχή narrowed
ενεργητική μετοχή narrowing

narrow (en)