mum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mum mums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mum (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mum (tr)

  • το κερί (το αντικείμενο)