mugging

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mugging (en)

  • ληστεία, ξυλοδαρμός, κακοποίηση, επίθεση σε δημόσιο μέρος (συχνά υπάρχουν και περαστικοί)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

mugging (en)