mortifiante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mortifiante | mortifiantes |
mortifiante (fr)
- θηλυκό του mortifiant
ενικός | πληθυντικός |
mortifiante | mortifiantes |
mortifiante (fr)