mop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mop mops

mop (en)

ενεστώτας mop
γ΄ ενικό ενεστώτα mops
αόριστος mopped
παθητική μετοχή mopped
ενεργητική μετοχή mopping

mop (en)