monster

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
monster monsters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monster (en)

  1. το τέρας, ένα φανταστικό πλάσμα που είναι πολύ τρομακτικό
    ⮡  the monsters of the sea - τα τέρατα της θάλασσας
    ⮡  The Lernaean Hydra was a mythological monster.
    Η Λερναία Ύδρα ήταν ένα μυθολογικό τέρας.
  2. το τέρας, ένα ζώο ή ένα πράγμα που είναι πολύ μεγάλο ή πολύ άσχημο
    ⮡  Athens is a monster of a city.
    Η Αθήνα είναι μια πόλη τέρας.
  3. το τέρας, ένα άτομο που είναι πολύ σκληρό και κακό
    ⮡  I must seem like a monster to you.
    Πρέπει να σου φαίνομαι τέρας.
    ⮡  The monster killed him to rob him.
    Τον σκότωσε το τέρας για να τον ληστέψει.
  4. (σκωπτικό) το τέρας, για παιδί πολύ ζωηρό και απείθαρχο
    ⮡  The little monster injured me again!
    Πάλι ζημιές μού έκανε το τέρας!
  5. (ανεπίσημο) τεράστιος, πολύ μεγάλο αλλά όχι απαραίτητα άσχημο
    ⮡  a monster of a man - ένας τεράστιος άνθρωπος
  6. (ανεπίσημο) το τέρας, κάποιος πολύ ταλαντούχος σε έναν συγκεκριμένο τομέα
    ⮡  He has a monster of a memory/intelligence/endurance.
    Είναι τέρας μνήμης/ευφυίας/αντοχής.

Σύνθετα

[επεξεργασία]