monster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monster | monsters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monster (en)
- το τέρας, ένα φανταστικό πλάσμα που είναι πολύ τρομακτικό
- ⮡ the monsters of the sea - τα τέρατα της θάλασσας
- ⮡ The Lernaean Hydra was a mythological monster.
- Η Λερναία Ύδρα ήταν ένα μυθολογικό τέρας.
- το τέρας, ένα ζώο ή ένα πράγμα που είναι πολύ μεγάλο ή πολύ άσχημο
- ⮡ Athens is a monster of a city.
- Η Αθήνα είναι μια πόλη τέρας.
- ⮡ Athens is a monster of a city.
- το τέρας, ένα άτομο που είναι πολύ σκληρό και κακό
- ⮡ I must seem like a monster to you.
- Πρέπει να σου φαίνομαι τέρας.
- ⮡ The monster killed him to rob him.
- Τον σκότωσε το τέρας για να τον ληστέψει.
- ⮡ I must seem like a monster to you.
- (σκωπτικό) το τέρας, για παιδί πολύ ζωηρό και απείθαρχο
- ⮡ The little monster injured me again!
- Πάλι ζημιές μού έκανε το τέρας!
- ⮡ The little monster injured me again!
- (ανεπίσημο) τεράστιος, πολύ μεγάλο αλλά όχι απαραίτητα άσχημο
- ⮡ a monster of a man - ένας τεράστιος άνθρωπος
- (ανεπίσημο) το τέρας, κάποιος πολύ ταλαντούχος σε έναν συγκεκριμένο τομέα
- ⮡ He has a monster of a memory/intelligence/endurance.
- Είναι τέρας μνήμης/ευφυίας/αντοχής.
- ⮡ He has a monster of a memory/intelligence/endurance.