momie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
momie < ιταλική mummia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ.mi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
momie momies

momie (fr) θηλυκό