module

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
module modules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

module (en)

  1. το δομοστοιχείο, η δομομονάδα
    ⮡  όπως το κομμάτι παζλ, το τυποποιημένο στοιχείο προς συνένωση
  2. ο θαλαμίσκος, η άκατος, η σεληνάκατος
  3. (πληροφορική) το άρθρωμα, επαναχρησιμοποιήσιμος κώδικας
    ※  Good authors divide their books into chapters and sections; good programmers divide their programs into modules. [1]
    Οι καλοί συγγραφείς χωρίζουν τα βιβλία τους σε κεφάλαια και ενότητες· οι καλοί προγραμματιστές χωρίζουν τα προγράμματά τους σε αρθρώματα.
    → δείτε και τη λέξη template
  4. (μαθηματικά) πρότυπο
    ⮡  If R is a ring, the notion of an R-module generalizes the notion of a vector space over a field.
    Εάν ο R είναι ένας δακτύλιος, η έννοια των R-προτύπων γενικεύει την έννοια των διανυσματικών χώρων πάνω από ένα σώμα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

πληροφορική:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
module modules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

module (fr) αρσενικό

  1. υπομονάδα
  2. θαλαμίσκος