mob
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mob | mobs |
mob (en)
- ο όχλος, ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ειδικά ένα που μπορεί να γίνει βίαιο ή να προκαλέσει προβλήματα
- (the Mob, μόνο ενικός, ανεπίσημο) η μαφία, η εγκληματική οργάνωση
- (Αυστραλία) κοπάδι ζώων
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | mob |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mobs |
αόριστος | mobbed |
παθητική μετοχή | mobbed |
ενεργητική μετοχή | mobbing |
mob (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πολιορκώ, για ένα πλήθος που μαζεύεται γύρω από κάποιον για να τον δει και να προσπαθήσει να του τραβήξει την προσοχή, μερικές φορές με ελαφρώς επιθετικό τρόπο