mlijeko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mlijeko (bs) ουδέτερο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mlijeko (hr) ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • mliko (τοπική διάλεκτος)