mleko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mleko (pl) ουδέτερο
- το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
- gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
- na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
- (μεταφορικά, λόγιο) η ομίχλη
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mleko (sr)
- λατινική γραφή του млеко
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mleko (sl)