misfit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό, Επίθετο
[επεξεργασία]misfit (en)
- ασύμβατος, ανάρμοστος, παράταιρος, αναντίστοιχος, εσφαλμένων διαστάσεων για κάποιον ή κάτι, που δεν συνταιριάζει
Ρήμα
[επεξεργασία]- αναντιστοιχώ
- καγκουριάζω (πχ. φέρομαι σαν αλήτης στο σχολείο)
- Professor Roger Penrose claims that string theory misfits the math who correctly predict natural phenomena.
- Ο καθηγητής Roger Penrose ισχυρίζεται ότι η θεωρία χορδών αναντιστοιχεί των μαθηματικών που ορθώς προβλέπουν τα φυσικά φαινόμενα.