miś

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mʲiɕ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

miś (pl) αρσενικό

  1. το αρκουδάκι με τις έννοιες
    1. μικρή αρκούδα
    2. λούτρινο αντικείμενο με μορφή μικρής αρκούδας
    3. γενικά κάθε αντικείμενο με μορφή μικρής αρκούδας
  2. συνθετική γούνα
  3. (μεταφορικά σκωπτικό) για χοντρό και συνήθως βραδυκίνητο άντρα
  4. (αργκό) αστυνομικός

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • στην ονομαστική και κλητική του πληθυντικού παίρνει και την ειρωνική αρρενοπροσωπική μορφή misiowie κατά το pan-panowie

Συγγενικά

[επεξεργασία]