merger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
merger mergers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
merger < merge -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

merger (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η συγχώνευση, η ενοποίηση, η ενέργεια του να συγχωνεύω δύο ή περισσότερους οργανισμούς ή επιχειρήσεις σε έναν
    He broke the news about the merger of the two banks.
    Έσκασε το νέο για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών.
    the biggest merger in US economic history - η μεγαλύτερη ενοποίηση στην οικονομική ιστορία των ΗΠΑ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • merger στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια