menton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
menton < δημώδης λατινική mento < λατινική mentum

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
menton mentons

menton (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]