medium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmiːdɪəm/
  (ΗΠΑ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

medium (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μέτριος, μεσαίος, για διάκριση από απόψεως ποσότητας ή διαστάσεων που βρίσκεται στη μέση
    ⮡  medium waves - μεσαία κύματα
    ⮡  medium income group - μεσαία εισοδηματική ομάδα
    ⮡  A medium coffee please!
    Ένα μέτριο καφέ παρακαλώ!
     συνώνυμα: medium-sized

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
medium mediums / media

medium (en)

  1. το μέσο, οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επικοινωνία και πληροφόρηση
    ⮡  Art should not be used as a medium for propaganda.
    Η τέχνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σα μέσο προπαγάνδας.
     συνώνυμα: vehicle
  2. το μέσο, ο φορέας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • medium στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 540, 541, 548. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:medium"> , λήμμα: μεσαίος, μέσο, μέτριος