matrix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
matrix | matrices / matrixes |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]matrix (en) ουδέτερο
- (μαθηματικά) πίνακας
- δείτε επίσης: Matrix (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) ο δισδιάστατος πίνακας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- matrix στην αγγλική Βικιπαίδεια