masculinitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]masculinitate (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του masculinitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o masculinitate | masculinitatea | nişte masculinități | masculinitățile |
γενική | a unei masculinități | masculinității | a unor masculinități | masculinităților |
δοτική | a unei masculinități | masculinității | a unor masculinități | masculinităților |
αιτιατική | o masculinitate | masculinitatea | nişte masculinități | masculinitățile |
κλητική | — | - | — | - |