marchew

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

marchew < πρωτοσλαβική mъrky

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmar.xɛf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marchew (pl)

  1. (φυτό) το γένος Δαύκος (Daucus)
  2. (λαχανικό) το καρότο
     συνώνυμα: marchewka