mar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mar (en)
- σπιλώνω, αμαυρώνω, μαγαρίζω, (δευτερεύουσα μεταφραστική επιλογή) καταστρέφω
- Violent clashes mar the celebration for the Champions League title.
- ⊟ λείπει η μετάφραση
- Violent clashes mar the celebration for the Champions League title.
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mar | mares |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mar (es) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mar | mares |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mar (pt) αρσενικό