manoeuvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manoeuvre (en) (ΗΒ) και maneuver (ΗΠΑ)

  1. μανούβρα, ελιγμός
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) τακτικές κινήσεις στρατευμάτων, ελιγμοί ή στρατιωτικά γυμνάσια, ασκήσεις


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manoeuvre (fr)

→ δείτε τη λέξη  manœuvre