manoeuvre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]manoeuvre (en) (ΗΒ) και maneuver (ΗΠΑ)
- μανούβρα, ελιγμός
- (συνήθως στον πληθυντικό) τακτικές κινήσεις στρατευμάτων, ελιγμοί ή στρατιωτικά γυμνάσια, ασκήσεις
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]manoeuvre (fr)
- → δείτε τη λέξη manœuvre