manifesto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]manifesto (en)
- το μανιφέστο
Ρήμα
[επεξεργασία]manifesto (en)
- εκδίδω ένα μανιφέστο
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | manifesto | manifestos |
θηλυκό | manifesta | manifestas |
manifesto (pt)