make do
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]make do (en)
- (ιδιωματισμός) τα βγάζω πέρα, βολεύομαι, αντεπεξέρχομαι με κάτι που δεν είναι αρκετά καλό
- ↪ We must make do with what we have.
- Πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με ό,τι έχουμε.
- ↪ We must make do with bread and cheese for dinner.
- Πρέπει να βολευτούμε με ψωμοτύρι για δείπνο.
- ↪ I can make do with anything.
- Εγώ βολεύομαι μ' ό,τι να 'ναι.
- ↪ Can you make do with 10 euros?
- Βολεύεσαι με 10 ευρώ;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις cope και get by
- ↪ We must make do with what we have.