make do

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
make do < → δείτε τις λέξεις make και do

Έκφραση

[επεξεργασία]

make do (en)

  • (ιδιωματισμός) τα βγάζω πέρα, βολεύομαι, αντεπεξέρχομαι με κάτι που δεν είναι αρκετά καλό
    We must make do with what we have.
    Πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με ό,τι έχουμε.
    We must make do with bread and cheese for dinner.
    Πρέπει να βολευτούμε με ψωμοτύρι για δείπνο.
    I can make do with anything.
    Εγώ βολεύομαι μ' ό,τι να 'ναι.
    Can you make do with 10 euros?
    Βολεύεσαι με 10 ευρώ;
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις cope και get by