make
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
make | makes |
make (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | make |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes |
αόριστος | made |
παθητική μετοχή | made |
ενεργητική μετοχή | making |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
make (en)
- (μεταβατικό) κάνω, φτιάχνω ή ετοιμάζω κάτι βάζοντας υλικά ή μέρη μαζί· γίνομαι
- ↪ God made the world/man.
- Ο Θεός έκανε τον κόσμο/τον άνθρωπο.
- ↪ I make furniture out of wood/metal.
- Κάνω έπιπλα από ξύλο/μέταλλο.
- ↪ I am making wine from grapes/apples.
- Κάνω κρασί από σταφύλια/μήλα.
- ↪ Our company has been making ouzo since 1900.
- Η εταιρεία μας κάνει ούζο από το 1900.
- ↪ I am making food/bread.
- Κάνω φαγητό/ψωμί.
- ↪ -“What’ll you make today?” -“I’ll make a roast.
- -«Τι θα κάνεις σήμερα;» -«Θα κάνω ψητό.»
- ↪ I will make a braised-meat in tomato sauce.
- Το κρέας θα το κάνω κοκκινιστό.
- ↪ Mum made a cake for my birthday.
- Η μαμά έφτιαξε γλυκό για τα γενέθλιά μου.
- ↪ We made bottles out of glass.
- Φτιάχναμε μπουκάλια από γυαλί.
- ↪ made from cream, powder milk, and artificial flavors - φτιαγμένο από κρέμα, γάλα σκηνής και τεχνίτη γεύση
- ↪ a limousine with windows made of shatterproof glass - λιμουζίνα με παράθυρα από άθραυστο γυαλί
- ↪ Wine is made from grapes.
- Το κρασί γίνεται από σταφύλια.
- ↪ The tables are made of wood.
- Τα τραπέζια γίνονται από ξύλο.
- ↪ very well-made furniture - έπιπλα πολύ καλά δουλεμένα
- ↪ God made the world/man.
- κάνω, βγάζω, γράφω, δημιουργώ ή ετοιμάζω κάτι
- ↪ I am making the skirt shorter.
- Τη φούστα θα την κάνω πιο κοντή.
- ↪ I’m making a law.
- Κάνω ένα νόμο.
- ↪ I am making a speech.
- Βγάζω λόγο.
- ↪ I am making the skirt shorter.
- κάνω να εμφανιστεί κάτι ως αποτέλεσμα σπάσιμο, σκίσιμο, χτύπημα ή αφαίρεση υλικού
- ↪ I made a hole in the wall/a stain on the tablecloth.
- Έκανα μια τρύπα στον τοίχο/ένα λεκέ στο τραπεζομάντηλο.
- ↪ I made a hole in the wall/a stain on the tablecloth.
- κάνω, προκαλώ κάτι να υπάρξει, να συμβεί ή να γίνει· γίνομαι
- ↪ He made a fuss/a scene.
- Έκανε φασαρία/μια σκηνή.
- ↪ I am making an effort.
- Κάνω μια προσπάθεια.
- ↪ The earth makes fruit.
- Η γη κάνει καρπούς.
- ↪ The cherry tree didn’t make cherries this year.
- Η κερασιά δεν έκανε φέτος κεράσια.
- ↪ The cow makes milk.
- Η αγελάδα κάνει γάλα.
- ↪ They didn’t make any kids. (πιο συχνά όταν αναφερόμαστε σε παιδιά: They didn’t have any kids.)
- Δεν κάνουν παιδιά.
- ↪ He made/had two children with her.
- Της έκανε δύο παιδιά.
- ↪ How is an online bill payment made?
- Πώς γίνεται η ηλεκτρονική πληρωμή λογαριασμού;
- ↪ He made a fuss/a scene.
- κάνω, προκαλώ σε κάποιον ή κάτι να νιώσει, να δείξει ή να έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα· γίνομαι
- ↪ I made my objections clear.
- Έκανα ξεκάθαρες τις αντιρρήσεις μου.
- ↪ I make someone happy.
- Κάνω κάποιον ευτυχισμένο.
- ↪ He made my car new again. (=he repaired it very well)
- Το αυτοκίνητο (μου) το έκανε (σαν) καινούριο. (=το επισκεύασε πολύ καλά)
- ↪ Her absence made her family worry greatly.
- Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένειά της.
- ↪ Am I making myself clear?/Do I make myself clear?
- Γίνομαι σαφής;
- ↪ I made my objections clear.
- κάνω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να κάνει κάτι
- ↪ This movie made me cry.
- Αυτή η ταινία με έκανε να κλάψω.
- ↪ That made me think.
- Αυτό με έκανε να σκεφτώ.
- ↪ I couldn’t make him laugh.
- Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
- ↪ This movie made me cry.
- κάνω κάποιον ή κάτι να είναι ή να γίνει ένα συγκεκριμένο είδος πράγμα ή άτομο
- ↪ A single mistake doesn't make him a bad person.
- Ένα μόνο λάθος δεν τον κάνει κακό άνθρωπο.
- ↪ They want to make a doctor of their son.
- Θέλουν να κάνουν το γιο τους γιατρό.
- ↪ A single mistake doesn't make him a bad person.
- (μεταβατικό) φτιάχνω, στρώνω το κρεβάτι μου
- ↪ Make your bed!
- Φτιάξε/Στρώσε το κρεβάτι σου!
- → δείτε την έκφραση make the bed
- ↪ Make your bed!
- παίρνω απόφαση, σχολιάζω, μαντεύω
- ↪ We made important decisions.
- Πήραμε σημαντικές αποφάσεις.
- ↪ It’s in bad taste to make comments about her.
- Είναι απρέπεια να τη σχολιάζεις.
- ↪ Try to make a guess!
- Προσπάθησε να μαντέψεις!
- ↪ We made important decisions.
- (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, κάνω κάποιον να κάνει κάτι με δυναμή
- ↪ I did not want to resign but they made me.
- Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
- ↪ What made him lie?
- Τι τον ανάγκασε να πει ψέματα;
- ↪ They made him go.
- Τον εξανάγκασαν να πάει.
- ↪ The earthquake made everyone run out in their pajamas.
- Ο σεισμός τους έκανε όλους τρέξουν έξω με τα νυχτικά τους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
- ↪ I did not want to resign but they made me.
- κάνω, εκλέγω ή επιλέγω κάποιον ως κάτι
- ↪ The king made him an earl.
- Ο βασιλιάς τον έκανε κόμη.
- ↪ The king made him an earl.
- κάνει, ισούται
- ↪ five and five makes ten - πέντε και πέντε κάνουν δέκα
- (μεταβατικό) βγάζω, κερδίζω χρήματα
- (χωρίς παθητική φωνή) κάνω, φτάνω ή πηγαίνω σε ένα μέρος ή θέση
- ↪ We’ve made 200 kilometers since morning.
- Κάναμε 200 χιλιόμετρα από το πρωί.
- ↪ We’ve made 200 kilometers since morning.
- (μεταβατικό) μπαίνω για επιτυχημένη προσπάθεια σε αθλητικό αγώνα
- ↪ He made a goal/basket/two-pointer/three-pointer.
- Μπήκε γκολ/καλάθι/δίποντο/τρίποντο.
- ↪ He made a goal/basket/two-pointer/three-pointer.
- κάνω, έχω συγκεκριμένη μορφή
- ↪ The plot makes a corner.
- Το οικόπεδο κάνει μια γωνία.
- ↪ The road makes a turn.
- Ο δρόμος κάνει στροφή.
- ↪ The plot makes a corner.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- make (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- make (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 43, 161-162, 300, 413-414, 524-525. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:make"> , λήμμα: αναγκάζω, βγάζω, εξαναγκάζω, κάνω, μάρκα