maja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maja | majaj |
αιτιατική | majan | majajn |
maja (eo)
- σχετικός με τον Μάιο, μαγιάτικος
- la maja numero de la revuo - το νούμερο του Μαΐου του περιοδικού
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]maja (fi)