macaroni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
macaroni | macaronis |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ka.ʁɔ.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]macaroni (fr) αρσενικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) το μακαρόνι
- (μειωτικό) ο Ιταλός («μακαρονάς»)