lucky
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | lucky |
συγκριτικός | luckier / more lucky |
υπερθετικός | luckiest / most lucky |
Επίθετο
[επεξεργασία]lucky (en)
- τυχερός
- ↪ You are lucky to be alive.
- Είσαι τυχερός που είσαι ζωντανός.
- ↪ You are lucky to be alive.