lounge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lounge lounges

lounge (en)

ενεστώτας lounge
γ΄ ενικό ενεστώτα lounges
αόριστος lounged
παθητική μετοχή lounged
ενεργητική μετοχή lounging

lounge (en)