longa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | longa | longaj |
αιτιατική | longan | longajn |
longa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | longa | longaj |
αιτιατική | longan | longajn |
longa (eo)