lone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

lone (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • μόνος, μοναχικός, χωρίς κανέναν και τίποτα άλλο
    the lone survivor - ο μόνος που επέζησε
    the lone rose in the garden - το μόνο τριαντάφυλλο στον κήπο
    a lone traveler - ένας μοναχικός ταξιδιώτης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sole

Σύνθετα

[επεξεργασία]