loch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loch lochs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loch (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loch (ga)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loch (gd)