loan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
loan | loans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]loan (en)
- το δάνειο, τα δανεικά
- ↪ an interest-free/interest-bearing loan - άτοκο/έντοκο δάνειο
- ↪ Are asking for a loan again?
- Πάλι δανεικά ζητάς;