linteau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- linteau < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
linteau | linteaux |
linteau (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το ανώφλι, το υπέρθυρο, το πρέκι