lien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lien (en)
- υποθήκη
- I can't sell my house yet. The city put a lien on my house due to unpaid taxes.
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lien (br) αρσενικό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lien | liens |
lien (fr) αρσενικό
- ό,τι χρησιμεύει στο δέσιμο, ο δεσμός, το σκοινί
- un lien de paille, de jonc, d’osier
- un lien de fer
- le lien d’une gerbe, d’un fagot
- (κατ’ επέκταση) σκοινί ή αλυσίδα για το δέσιμο ενός φυλακισμένου. Όταν έχει αυτή την έννοια, η λέξη μπαίνει συνήθως στον πληθυντικό.
- (μεταφορικά) τα δεσμά, η σύνδεση
- lien religieux
- le lien du mariage est un lien sacré, un lien indissoluble
- lien d’intérêt
- lien d’amitié
- le lien de la reconnaissance
- les liens du sang
- je lui suis attaché par les liens les plus forts, les plus étroits
- resserrer les liens, relâcher les liens qui unissent deux personnes
- ce brave homme a été le lien, a servi de lien entre nous.
- le lien qui rattache les diverses parties de cet ouvrage est bien mince.
- je n’aperçois aucun lien entre ces événements, entre ces idées.
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) εξωσυζυγικός δεσμός
- il a rompu ses liens
- des liens honteux
- (μουσική) οι οριζόντιες ή πλάγιες γραμμές που ενώνουν πολλά συνεχή φθογγόσημα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- lien στη γαλλική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (βρετονικά)
- Βρετονική γλώσσα
- Ουσιαστικά (βρετονικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μουσική (γαλλικά)