libre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
libre | libres |
libre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- un homme libre, une place libre, temps libre
- ένας ελεύθερος άνθρωπος, μια ελεύθερη θέση, ελεύθερος χρόνος
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]libre (es) αρσενικό (Βενεζουέλα)