lex

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lex < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lex (la) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lex legēs
γενική legis legum
δοτική legī legibus
αιτιατική legem legēs
κλητική lex legēs
αφαιρετική lege legibus
(γ' κλίση)