levée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
levée | levées |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]levée (fr) θηλυκό
- η ανύψωση
- η περισυλλογή
- η άρση
Δείτε επίσης : levee |
ενικός | πληθυντικός |
levée | levées |
levée (fr) θηλυκό