leer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leer (en)

  1. λαγνοκοιτάζω, λαγνοκοιτάω, λαγνοκοιτώ, καυλοκοιτάζω, καυλοκοιτάω, καυλοκοιτώ
  2. λοξοκοιτάζω-λοξοκοιτάω-λοξοκοιτώ με εχθρική διάθεση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leer (en)

  1. η λοξή ματιά που δείχνει εχθρική διάθεση ή σεξουαλική επιθυμία
  2. (παρωχημένο) το μάγουλο ή γενικότερα το πρόσωπο, η εμφάνιση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

leer (de)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /leˈer/

leer (es)