leek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leek | leeks |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leek (en)
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leek (et)
- η φλόγα
ενικός | πληθυντικός |
leek | leeks |
leek (en)
leek (et)