leap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leap | leaps |
leap (en)
- το πήδημα, το άλμα
- (μεταφορικά) σημαντική εξέλιξη, μεγάλη πρόοδος
- ※ That's one small step for [a] man, one giant leap for mankind. (η γνωστή φράση που είπε στις 20 Ιουλίου 1969 ο Neil Armstrong όταν έκανε το πρώτο του βήμα πάνω στη σελήνη)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | leap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leaps |
αόριστος | leaped, leapt |
παθητική μετοχή | leaped, leapt |
ενεργητική μετοχή | leaping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
leap (en)