leçon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leçon | leçons |
leçon (fr) θηλυκό
- το μάθημα
ενικός | πληθυντικός |
leçon | leçons |
leçon (fr) θηλυκό