laugh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]laugh < παλαιά αγγλικά hlæhhan ή hlihhan
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
laugh | laughs |
laugh (en)
- το γέλιο, ο ήχος του να γελάω
- ↪ a loud laugh - δυνατό γέλιο
- ↪ He answered with a laugh.
- Απάντησε μ' ένα γέλιο.
- ↪ We had a good laugh over…
- Γελάσαμε με την ψυχή μας για…
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | laugh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | laughs |
αόριστος | laughed |
παθητική μετοχή | laughed |
ενεργητική μετοχή | laughing |
laugh (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γελάω
- ↪ I couldn’t get him to laugh.
- Δεν μπόρεσα να τον κάνω να γελάσει.
- ↪ He was laughing to himself over what he was reading.
- Γελούσε από μέσα του μ' αυτά που διάβαζε.
- ↪ I couldn’t get him to laugh.